έγγιμα
(ουσ. ουδ.)
ένgιμα
[enɟima]
Γούρδ.
Από το νεότ. ουσ. ἔγγισμα, (Λεξ. Κριαρ.) αναλογ. κατά τα υπερωικόληκτα ρ.