ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εβλάτι (ουσ. ουδ.) εβλάτι [eˈvlati] Φάρασ. εβλάdι [eˈvladi] Ουλαγ. εβλάτ' [eˈvlat] Ουλαγ., Τροχ., Φλογ. εβλάσ̑ [eˈvlaʃ] Αραβαν. αβλάτ' [aˈvlat] Μισθ. αβλέτ' [aˈvlet] Μισθ. Από τα τουρκ. ουσ. evlâd και evlât = τέκνο, όπου και διαλεκτ. τύπ. evlat, avlat, απώτερα από τον αραβ. πληθ. awlād = παιδιά.
1. Παιδί ό.π.τ. : Πόσα αβλάτια έεις; (Πόσα παιδιά έχεις;) Μισθ. -Κοτσαν. Όι ναίκα, ταχύ αμ μπεράνουμ’ εμείς, σε τσ̑ίνα κονdά να βαήκουμ’ το εβλάσ̑' μας; (Ε γυναίκα, αύριο αν πεθάνουμε εμείς, σε ποιον κοντά θα αφήσουμε το παιδί μας;) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. «Αβλάτ'», λέ', «σαλντώ σι, παίν’ σου παλιό Βάρλαντζα» («Παιδί», λέει, «σε στέλνω, σε πάω στο Παλιό Αγιονέρι») Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πατέρα τ'νε πολύ αdζίνdανε τα εβλάτια τ' (Ο πατέρας τους λυπόταν πολύ τα παιδιά του) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Συνών. κουλάκι, ντόλι, παιδί, τέκνο
2. Ειδικότ., παιδί από προηγούμενο γάμο συζύγου ή γενικότ. θετό παιδί Ουλαγ., Φλογ. : Τό το παιγί έπηρέν ντο αγά τ' και έπ’γκεν ντο εβλάdι (Αυτό το αγόρι το πήρε ο αφέντης του και το έκανε παιδί του ) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. εβλατλίκι