ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τέκνο (ουσ. αρσ.) τέκνο [ˈtekno] Σινασσ. τέκνους [ˈteknus] Σίλ. Γεν. τεκνού [tekˈnu] Σίλ. Πληθ. Ουδ. τέκνα [ˈtekna] Σίλ. Από το αρχ. ουσ. τέκνον.
Παιδί : Τεκνού ζουλειές (Παιδιάστικες δουλειές) Σίλ. -Κωστ.Σ. Tι να ποίκω τέκνο μ'! (Τι να κάνω παιδί μου!) Σινασσ. -Ρίζ. Τέκνα είνι, μη τα ρώσεις ξ̑ύλου, κρίμα είν' τα τέκνα (Παιδιά είναι, μην τους δώσεις ξύλο, κρίμα είναι τα παιδιά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Γαϊdουριού τέκνος (Πουλάρι γαΪδουριού) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Με γράφτεις τέκνο μ' που μας πίταξες και χαβιάρ' (Μου γράφεις παιδί μου ότι μας έστειλες και χαβιάρι) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. γέννημα, ντόλι, παιδί, παιδόκκο, τσοτσούκι