τέκνο
(ουσ. αρσ.)
τέκνο
[ˈtekno]
Σινασσ.
τέκνους
[ˈteknus]
Σίλ.
Γεν.
τεκνού
[tekˈnu]
Σίλ.
Πληθ. Ουδ.
τέκνα
[ˈtekna]
Σίλ.
Από το αρχ. ουσ. τέκνον.
Παιδί
:
Τεκνού ζουλειές
(Παιδιάστικες δουλειές)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Tι να ποίκω τέκνο μ'!
(Τι να κάνω παιδί μου!)
Σινασσ.
-Ρίζ.
Τέκνα είνι, μη τα ρώσεις ξ̑ύλου, κρίμα είν' τα τέκνα
(Παιδιά είναι, μην τους δώσεις ξύλο, κρίμα είναι τα παιδιά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γαϊdουριού τέκνος
(Πουλάρι γαΪδουριού)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Με γράφτεις τέκνο μ' που μας πίταξες και χαβιάρ'
(Μου γράφεις παιδί μου ότι μας έστειλες και χαβιάρι)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
γέννημα, ντόλι, παιδί, παιδόκκο, τσοτσούκι