τεκερλούς
(επίθ.)
τεκερλούς
[tecerˈlus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. tekerli = τροχοφόρος.
Στρογγυλός
Συνών.
γιουβαρλάκι, κυλιντερός, στρογγυλός, τοπαρλάχι