κυλιντερός
(επίθ.)
κυλινdιρό
[cilindiˈrο]
Μισθ.
γκυλινdιρό
[ɟilindiˈrο]
Μισθ.
Από το ουσ. κύλινδρος και το παραγωγ. επίθμ. -ερός, με απλοπ. των δύο επάλληλων υγρών. Λιγότερο πιθ. άμεση παραγωγή από ρ. κυλίνδω + επίθμ. -ερός (πβ. σιχαίνω > σιχαντερός).
1. Κυλινδρικός, στρογγυλός
:
Ντου κυλιντιρό ντου χτέρ’
(Κυλινδρική πέτρα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
2. Κυκλικός
:
Γκυλιντιρό χόρους
(Κυκλικός χορός)
Μισθ.
-Μακρ.
Συνών.
γιουβαρλάκι, στρογγυλός, τεκερλούς, τοπαρλάχι