ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κυλιντερός (επίθ.) κυλινdιρό [cilindiˈrο] Μισθ. γκυλινdιρό [ɟilindiˈrο] Μισθ. Από το ουσ. κύλινδρος και το παραγωγ. επίθμ. -ερός, με απλοπ. των δύο επάλληλων υγρών. Λιγότερο πιθ. άμεση παραγωγή από ρ. κυλίνδω + επίθμ. -ερός (πβ. σιχαίνω > σιχαντερός).
1. Κυλινδρικός, στρογγυλός : Ντου κυλιντιρό ντου χτέρ’ (Κυλινδρική πέτρα) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Κυκλικός : Γκυλιντιρό χόρους (Κυκλικός χορός) Μισθ. -Μακρ. Συνών. γιουβαρλάκι, στρογγυλός, τεκερλούς, τοπαρλάχι