κυδωνιάρης
(επίθ.)
κυδωνιάρ'
[ciðoˈɲar]
Σινασσ.
Από το ουσιαστικό κυδώνι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Αυτός που είναι φτιαγμένος από κυδώνια ή περιέχει κυδώνια
Σινασσ.
:
Κυδωνιάρ' φαΐ
(Κυδωνάτο φαΐ)
Σινασσ.
-Βλασ.