κυλιντρώνω
(ρ.)
τσ̑ελιντρώου
[tʃelinˈdrou]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ρ. κυλινδρόω -ῶ = ισοπεδώνω με κύλινδρο.
Ισοπεδώνω με πέτρινο κύλινδρο την επίπεδη χωμάτινη στέγη, το δώμα.
Συνών.
γιουβαρλαντίζω