κυνηγαρόκκος
(ουσ. αρσ.)
τσ̑υνογαρόκ-κος
[tʃiniɣaˈrοkkοs]
Φάρασ.
Από το ουσ. κυνηγάρης, όπου και τύπ. τσ̑υνογάρ’, και το υποκορ. παραγωγ. επίθμ. -όκκος.
Μικρός αετός
Φάρασ.