κυριακάτικος
(επίθ.)
κερεκιάτ'κο
[cereˈcatko]
Αξ.
τσ̑ερετσ̑ιάτικο
[tʃereˈtʃatiko]
Μισθ.
Από το ουσ. Κυριακή, όπου και τύπ. Κερεκή, με παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος.
1. Ο σχετικός με την Κυριακή
Αξ.
2. To oυδ. πληθ. ως επίρρ., κυριακάτικα, την Κυριακή
Μισθ.
:
Τσ̑ερετσ̑ιάτικα γκόσμους ντε χιωρεί
(Tην Κυριακή ο κόσμος δεν δουλεύει)
Μισθ.
-Κοτσαν.