ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κυριακάτικος (επίθ.) κερεκιάτ'κο [cereˈcatko] Αξ. τσ̑ερετσ̑ιάτικο [tʃereˈtʃatiko] Μισθ. Από το ουσ. Κυριακή, όπου και τύπ. Κερεκή, με παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος.
1. Ο σχετικός με την Κυριακή Αξ.
2. To oυδ. πληθ. ως επίρρ., κυριακάτικα, την Κυριακή Μισθ. : Τσ̑ερετσ̑ιάτικα γκόσμους ντε χιωρεί (Tην Κυριακή ο κόσμος δεν δουλεύει) Μισθ. -Κοτσαν.