κυνήγι
(ουσ. ουδ.)
τζ̑υνήι
[dʒiˈnii]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. κυνήγιον.
1. Κυνήγι
:
Πααίνει σα τζ̑υνήα
(Πηγαίνει στο κυνήγι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Πα ποίκουμε να γλυτώσουμε 'σ' του νοματίουν το τζ̑υνήι;
(Τι να κάνουμε για να γλυτώσουμε από το κυνήγι των ανθρώπων;)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Συνών.
άβι :1, αβλάντημα, αβλίχι, αβτζιλίκι :1, νέγκωσμα
2. Θήραμα
:
'εμώνκεν τον τοπράν του τζ̑υνήα τζ̑αι 'υριζούτουν σο σπίτι του
(Γέμιζε τον σάκκο του κυνήγια και γύριζε στο σπίτι του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
άβι :2