ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κυνήγι (ουσ. ουδ.) τζ̑υνήι [dʒiˈnii] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. κυνήγιον.
1. Κυνήγι : Πααίνει σα τζ̑υνήα (Πηγαίνει στο κυνήγι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Πα ποίκουμε να γλυτώσουμε 'σ' του νοματίουν το τζ̑υνήι; (Τι να κάνουμε για να γλυτώσουμε από το κυνήγι των ανθρώπων;) Φάρασ. -Παπαδ. Συνών. άβι :1, αβλάντημα, αβλίχι, αβτζιλίκι :1, νέγκωσμα
2. Θήραμα : 'εμώνκεν τον τοπράν του τζ̑υνήα τζ̑αι 'υριζούτουν σο σπίτι του (Γέμιζε τον σάκκο του κυνήγια και γύριζε στο σπίτι του) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. άβι :2