ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κυριώνω (ρ.) κυριώνω [ciˈrʝono] Αξ., Μαλακ., Φλογ. κυριώνου [ciˈrʝonu] Δίλ., Μισθ. κ'ριώνω [kriˈono] Ποτάμ., Σινασσ. Αόρ. κύριουσα [ˈcirʝuisa] Μισθ. Από το νεότ. ρ. κυριώνω = α) πραγματοποιώ, εκπληρώνω β) επιτρέπω σε κάποιον να υπάρξει γ) παθ., περιέρχομαι στην κυριότητα ή την κατοχή κάποιου, το οπ. από το μεταγν. ρ. κυριοῦμαι = επιβεβαιώνεται η ισχύς μου (βλ. και Dawkins 1921: 49).
Υπερτερώ έναντι κάποιου, νικώ κάποιον, κυρίως σε άθλημα ή παιχνίδι ό.π.τ. : Παλέψαμε και κύριωσά το (Παλέψαμε και τον νίκησα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ηύραμ’ σας ούλα σας, κυριούσαμ’ σας, δαρά να καμbώιτ’ ισ̑είς (Σας βρήκαμε όλους σας, σας νικήσαμε, τώρα να κλείσετε εσείς τα μάτια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μι ντου μελό σ’ εμένα κύριουιζ μι (Με το μυαλό σου με κέρδισες) Μισθ. -Dawk. Όποιο ταράφ' ερούτονε κουβετλού και κύριωνε το ένα με τ' άλλο (Όποια ομάδα αναδεικνυόταν πιο δυνατή, νικούσε την άλλη) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Να κύριουσα, να ντα τσ̑εράσου ήdoυν· χάσα, γούλτουσα τσ̑ι ντου τσ̑έραμα (Αν κέρδιζα, θα τους κέρναγα· έχασα, γλύτωσα και το κέρασμα) Μισθ. -Φατ. || Ασμ. Εβγάτε 'κειά στον πόλεμο και ποιος κ'ριώσ’ ας πάρει (Βγείτε εκεί στον πόλεμο, κι όποιος νικήσει ας πάρει) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. γιντίζω, κερδίζω, ουτιέγω :1