ουτιέγω
(ρ.)
ουτι-έγω
[uti'eɣo]
Φάρασ.
ουτι-έου
[uti'eu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. ütmek = νικώ σε παιχνίδι, όπου και παλαιότ. τύπ. utmak.
2. Βγάζω κέρδος
Συνών.
κερδίζω :1, Πβ.
καζαντίζω
Τροποποιήθηκε: 22/05/2025