ουτιέγω
(ρ.)
ουτιέγω
[uti'eɣo]
Φάρασ.
ουτιέου
[uti'eu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. ütmek = νικώ σε παιχνίδι, όπου και παλαιότ. τύπ. utmak .
β.
Υπερνικώ
2. Βγάζω κέρδος