ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουστούζω (ρ.) ουσ̑τούζω [uʹʃtuzo] Αραβαν. ουσ̑τώ [uˈsto] Φλογ. ουσ̑τού [u'ʃtu] Ουλαγ. ουσ̑τιέου [uʃtiˈeu] Τσουχούρ., Φάρασ. Παρατατ. ούστανα [ˈustana] Φλογ. Αόρ. ούγισα ['uʝisa] Ουλαγ. ούισα ['uisa] Ουλαγ., Φλογ. oύσα [ˈusa] Τελμ., Φλογ. ουστιέσα [ustiʹesa] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. uçmak, όπου και διαλεκτ. τύπ. uşmak = α) πετώ β) τρέχω με μεγάλη ταχύτητα γ) πέφτω δ) εξαφανίζομαι.
1. Πετώ, ίπταμαι ό.π.τ. : Το ντεβέ έν-νε τσ̑ίνα· ούγισε (Η καμήλα έγινε σπουργίτι· πέταξε) Ουλαγ. -Dawk. Σάλσανε το πουλί και ούισεν, και qόνσεν εgεί παιδιού dο κιφάλ' (Αμόλησαν το πουλί και πέταξε, και κούρνιασε στο κεφάλι εκείνου του παιδιού) Φλογ. -Dawk. Παίρ' ένα τοπάχ τυρί, ουσ̑τά, αναβαίν' σο δεντρό απάνω (Παίρνει ένα κομμάτι τυρί, πετά, ανεβαίνει πάνω στο δέντρο, ενν. το κοράκι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 'στέρου 'φήνκαν αν πριστιέρι να ουστι-έσει (Ύστερα άφηναν ένα περιστέρι να πετάξει) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Το Ντουνιά Γκϋζελί εγέννεν πουλί, και ούσεν, και ανέβην σου μεϊβαδιού σ̑η μύτα (Η Πεντάμορφη έγινε πουλί και πέταξε, και ανέβηκε στην κορφή του δέντρου) Τελμ. -Dawk. Συνών. πετώ
2. Πέφτω από ψηλά, γκρεμίζομαι Φάρασ. : Ουσ̑τιέσε 'σ' το κάτζ̑'ι τζ̑' 'ενότουν μίτσε μίτσε (Γκρεμίστηκε από το βράχο κι έγινε κομματάκια) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. γκρεμίζω :2, πέφτω
3. Φεύγω ταχύτατα, χάνομαι, εξαφανίζομαι Φάρασ. : Αδού 'νάμεσα, το κορίτσι πάλιν έβγκη 'ς άβγον πάνου τζ̑αι ουστιέσε δέβη (Εν τω μεταξύ, το κορίτσι ανέβηκε στο άλογο και έφυγε ταχύτατα, χάθηκε) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
Τροποποιήθηκε: 24/07/2025