ουστούζω
(ρ.)
ουσ̑τούζω
[uʃ'tuzo]
Αραβαν.
ουσ̑τώ
[uˈsto]
Φλογ.
ουσ̑τού
[uʃ'tu]
Ουλαγ.
ουσ̑τιέου
[uʃtiˈeu]
Φάρασ.
Παρατατ.
ούστανα
[ˈustana]
Φλογ.
Αόρ.
ούγισα
['uʝisa]
Φλογ.
ούισα
['uisa]
Ουλαγ.
oύσα
[ˈusa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. uçmak = α) πετώ β) πέφτω γ) ξεθωριάζω δ) τρέχω με μεγάλη ταχύτητα, ε) ενεργώ εκτός ορίων στ) εξαφανίζομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. uşmak.
1. Πετώ, ίπταμαι
ό.π.τ.
:
Το ντεβέ έν'νε τσ̑ίνα· ούγισε
(Η καμήλα έγινε σπουργίτι· πέταξε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Παίρ' ένα τοπάχ τυρί, ουσ̑τά, αναβαίν' σο δεντρό απάνω
(Παίρνει ένα κομμάτι τυρί, πετά, ανεβαίνει πάνω στο δέντρο,, ενν. το κοράκι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
'στέρου 'φήνκαν αν πριστιέρι να ουστι-έσει
(Ύστερα άφηναν ένα περιστέρι να πετάξει)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Συνών.
πετώ
2. Πέφτω από ψηλά, γκρεμίζομαι
Φάρασ.
:
Ουσ̑τιέσε 'σ' το κάτζι τζ̑' 'ενότουν μίτσε μίτσε
(Γκρεμίστηκε από το βράχο κι έγινε κομματάκια)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.