ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-ούτσικος (επίθμ.) -ούτσικο [-ˈutsiko] Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ. -ούτζικο [-ˈudziko] Σινασσ. -ούτσ̑ικο [-ˈutʃiko] Σίλατ., Φλογ. -ούτσικου [-ˈutsiku] Δίλ., Μαλακ., Σίλ. -ούσκος [-ˈuskos] Φάρασ. -ούσ̑κος [-ˈuʃkos] Φάρασ. -ούσκο [-ˈusko] Φάρασ. -ούσ̑κο [-ˈuʃko] Αξ. -ούσκου [-ˈusku] Φάρασ. -ούσ̑κου [-ˈuʃku] Φάρασ. Μεσν. επίθμ. -ούτσικος, από το επίθμ. -ούτσης και το επίθμ. -ικος (Georgakas 1982: 269-271, όπου και η συζήτηση των μέχρι τότε προτάσεων ετυμολόγησης του επιθμ.· βλ. και Καψωμένος 1985: 86 για την εμφάνιση της σημ. 2 και στην Μακεδ.). Ο τύπ. -ούσ̑κος με αποβ. του άτονου [i] και απλοπ. του συμφων. συμπλέγματος. Φαίνεται ότι στην Καππ. ισχύει η παρατήρηση των Μαυροχαλυβίδη & Κεσίσογλου (1960: 48) ότι το -ούτσικος (ίσως με επίδρ. της τουρκ. φωνηεντικής αρμονίας) συνδυάζεται με θ. με φων. [a] ή [o], ενώ, αν το φωνήεν είναι [e] ή [i], τότε επιλέγεται ο τύπ. -ίτσικος. Αντίθετα, στα Φάρασα έχει γενικευθεί ο τύπ. -ούτσικος. Η σημ. 2 ήδη μεσν. (βλ. λ. καλούτσικος).
1. Μετεπιθετικό επίθημα για τον σχηματισμό υποκοριστικών επιθέτων Μαλακ., Φάρασ. : αλυκούτσικος (αλμυρούτσικος) Φάρασ. ζεστούτσικος (ζεστούτσικος) Φάρασ., Αξ. κακούτσικος (καυτερούτσικος) Φάρασ. κνιπούτσικος (ακριβούτσικος) Φάρασ. στυφούτσικος (ξινούτσικος) Φάρασ. τρυφερούτσικος (κάπως τρυφερός) Μαλακ. χλωρούτσικος (κάπως υγρός) Φάρασ. Συνών. -ι/-ί, -ίκκο, -ίτσι :1, -ίτσικος :1
2. Με επιτατική σημασία Ανακ., Αξ., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ. : αδρούτσικος (πολύ χονδρός) Αξ. αληθινούτσικος (κατακόκκινος) Φάρασ. ασπρούτσικος (κατάλευκος) Φάρασ., Μαλακ. καλούτσικος (πολύ καλός) Φάρασ., Μαλακ. μαυρούτσικος (κατάμαυρος) Μαλακ., Αξ., Δίλ. μεγούτσικος (μεγαλύτερος) Φάρασ. μικρούτσικος (πολύ μικρός σε μέγεθος ή ηλικία) Μισθ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ., Γούρδ., Σίλατ., Αραβ. ξερούτσικος (κατάξερος) Αξ. ορθούτσικος (ολόισιος) Φάρασ., Τσουχούρ., Αξ. σκοτικούτσικος (πολύ σκοτεινός) Σίλατ. φεγγούσκος (πολύ φωτεινός) Αξ. Συνών. -ίτσικος :2
3. Οι τύπ. σε -ο ή -ου χρησιμοποιούνται λειτουργούν ενίοτε μόνο ως επιρρ. Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. : λιγούτσικο (λιγάκι) Σίλ., Αξ. χαταρούτσικο (λιγάκι) Φάρασ. Συνών. -α/-ά, -ίκκο
4. Με ατονημένη υποκοριστική σημασία, ισοδύναμη με την απλή λέξη ό.π.τ. : κρυούτσικος (κρύος) Φάρασ., Τσουχούρ. λιαρούτσικος (ζωντανός) Φάρασ. λιγούτσικος (λίγος) Γούρδ., Ανακ., Σίλατ. μαλακούτσικος (μαλακός) Φάρασ. μοναχούτσικος (μοναχός) Φάρασ. περισσούτσικος (περισσότερος) Φάρασ. ηλεκούσκος (προσήλιος) Φάρασ. στραγγιούσκος (ψιλοαλεσμένος) Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 03/07/2025