οφλάντημα
(ουσ. ουδ.)
οφλάντημα
[oˈflandima]
Μισθ.
Από το ρ. οφλαντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Αναστεναγμός
Συνών.
ανασασμός