οχτακόσια
(αριθμ.)
οχτακόσ̑α
[oxtaˈkoʃa]
Αξ., Αραβαν., Σίλ.
οχτακόσ̑α
[oxtoˈkoʃa]
Σίλ.
Απο το αρχ. αριθμ. ὀκτακόσιοι.