οχτακόσια
(αριθμ.)
οχτακόσ̑α
[oxtaˈkoʃa]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλ.
Απο το αρχ. αριθμ. ὀκτακόσιοι.
Οχτακόσια
ό.π.τ.
:
Πεντακόσ̑α, οχτακόσ̑α χρόνους ομπροστά σκότωσαν τα χριστιανοί
(Πριν από 500-800 χρόνια σκότωσαν τους χριστιανούς)
Ανακ.
-Cost.
Κόντιψαν να φάν οχτακόσ̑α οκάις ξύλου
(Κόντεψαν να φάνε 800 οκάδες ξύλο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
οχτώκατο
Τροποποιήθηκε: 29/07/2025