ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οχτώ (αριθμ.) οχτώ [o'xto] Καππ. Από το αρχ. αριθμτ. ὀκτώ.
Οχτώ ό.π.τ. : Το θωρεί τα βυζιά τ' να δώκ' οχτώ qομάρα παράδια (Όποιος δει τα βυζιά της, να πληρώσει οχτώ φορτώματα λίρες) Φλογ. -Dawk. Οχτώ μέρες κρέμανα κιριάς εκεί σα καταφύδια, βάστανεν, δε βρώμανεν (Οχτώ μέρες κρέμαγαν κρέας εκεί στα υπόγεια καταφύγια, διατηρούνταν, δεν χάλαγε) Ανακ. -Cost. Έριται αγάς, χωρίζ̑' ασ' σα οχτώ χιοπέκια παίρ' τό ΄να (Έρχεται ο αγάς, διαλέγει από τους οκτώ σωρούς σιτηρών και παίρνει τον έναν, ενν. ως φόρο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Το φσ̑όκκο, οχτώ, εννέ χρονών, παίσκιν μο το στσ̑υλί του (Το παιδάκι, 8-9 χρονών, έπαιζε με το σκυλί του) Φάρασ. -Παπαδ. Ασ' σό qάμο οχτώ μέρες ύστερα σάνισ̑καν τα τραγώδια τ' (Οχτώ μέρες μετά το γάμο έφτιαχναν τα τραγούδια του) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Σα οχτώ ημέρας η 'οχούσα αρούτουνε τζαι σηκούτουνε (Στις 8 μέρες η λεχώνα γινόταν καλά και σηκωνόταν από το κρεβάτι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Το κορίτζ' με το παιδί όσο να γενούν εφτά οχτώ χρονού πήγαν σο σκόλειο (Το κορίτσι και το αγόρι όταν έγιναν 7-8 χρονών πήγαν στο σχολείο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Οχτώ χρόνια ντούλιψαμ’ (Οχτώ χρόνια δουλέψαμε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τσόδουμι οχτώ, εννιά χρονού (Ήμουν οχτώ, εννιά χρονών) -ΑΠΥ-ΕΝΔ Οχτώ σ̑ίλα (Οχτώ χιλιάδες) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Ντου πρωί ντου σαγάτ' σα οχτώ 'τουν γενεί σηκούνdι (Το πρωί όταν πάει 8 η ώρα σηκώνονται) Μισθ. -Φατ. || Φρ. Οχτώ! Έπαρ' ένα μαλαχτό (Οχτώ! Πάρε ένα σκατό˙ ειρων. απάντηση στον αριθμό "8") Αραβαν. -Φωστ. || Παροιμ. Με βγαίν' τ' όνουμα σ' 'ς τα εννιά, ντε καταβαίν' 'ς τά οχτώ (Να μη βγει (διατιμηθεί) το όνομά σου στα εννιά, δεν κατεβαίνει στα οχτώ˙ αν κάποιος χάσει το καλό του όνομα, δεν το ανακτά ποτέ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Οχτώ στρατιώτες πέρασαν, κι οχτώ στρατιώτες διέβαν,
και τράνειναν και πίσω τους σαν νά 'χαν πίσω κι άλλους
(Οχτώ στρατιώτες πέρασαν, κι οχτώ στρατιώτες διάβηκαν,
και κοίταζαν και πίσω τους σαν να είχαν πίσω κι άλλους)
Σινασσ. -Lag.
Τροποποιήθηκε: 29/07/2025