οχτώ
(αριθμ.)
οχτώ
[ox'to]
Καππ.
Από το αρχ. αριθμτ. ὀκτώ.
Οχτώ
ό.π.τ.
:
Οχτώ χρόνια ντούλιψαμ’
(Οχτώ χρόνια δουλέψαμε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τσόδουμι οχτώ, εννιά χρονού
(Ήμουν οχτώ, εννιά χρονών)
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Οχτώ σ̑ίλα
(Οχτώ χιλιάδες)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.