ουτσουρτμάς
(ουσ. αρσ.)
ουτσουρτμάς
[utsur'tmas]
Τροχ.
ουτσ̑ουρτμά
[utʃur'tma]
Ανακ., Σίλατ.
Από το τουρκ. ουσ. uçurtma = χαρταετός.
Χαρταετός
ό.π.τ.