ουτσουρτμάς
(ουσ. αρσ.)
ουτσ̑ουρτμά
[utʃur'tma]
Ανακ., Τροχ.
ουτσουρμάς
[utsurʹmas]
Σίλατ.
Από το τουρκ. ουσ. uçurtma = χαρταετός.
Χαρταετός
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 29/07/2025