-ούτσικα
(επίθμ.)
-ούτσικα
[-ˈutsika]
Ανακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ.
-ούτσ̑ικα
[-ˈutʃika]
Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ.
-ούτζικα
[-ˈudzika]
Φάρασ.
-ούσ̑κα
[-ˈuʃka]
Αξ.
Μεσν. επίθμ. -ούτσικα, από μορφολογική επανανάλυση επιρρ. σε -ούτσικα που σχηματίστηκαν με την προσθήκη του επιθμ. -α σε θ. επιθ. -ούτσικ-, π.χ. καλούτσικα < καλούτσικος. Το -ούσ̑κα με αποβολή του άτονου [i] και απλοποίηση του συμφων. συμπλέγματος.
1. Μετεπιρρ. επίθμ. για τον σχηματ. επιρρ. με σημ. παρόμοια με αυτή της πρωτότυπης λέξης
ό.π.τ.
:
αραβούτζικα
(ακριβώς έτσι)
Φάρασ.
αψούτσικα
(γρήγορα)
Φάρασ., Σινασσ., Σίλ., Φλογ., Ανακ., Τσαρικ.
ερκεντούτσικα
(νωρίς)
Φλογ., Αξ.
Συνών.
-ίτσικα