-ούτσικα
(επίθμ.)
-ούτσικα
[-ˈutsika]
Ανακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ.
-ούτσ̑ικα
[-ˈutʃika]
Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ.
-ούτζικα
[-ˈudzika]
Φάρασ.
-ούσ̑κα
[-ˈuʃka]
Αξ.
Μεσν. επίθμ. -ούτσικα, από μορφολογική επανανάλυση επιρρ. σε -ούτσικα που σχηματίστηκαν με την προσθήκη του επιθμ. -α σε θ. επιθ. -ούτσικ-, π.χ. καλούτσικα < καλούτσικος. Ο τύπ. -ούσ̑κα με αποβ. του άτονου [i] και απλοπ. του συμφων. συμπλέγματος.
1. Μετεπιρρηματικό επίθημα για τον σχηματισμό επιρρημάτων με σημασία παρόμοια με αυτή της πρωτότυπης λέξης
ό.π.τ.
:
αραβούτζικα
(ακριβώς έτσι)
Φάρασ.
αψούτσικα
(γρήγορα)
Φάρασ., Σινασσ., Σίλ., Φλογ., Ανακ., Τσαρικ.
ερκεντούτσικα
(νωρίς)
Φλογ., Αξ.
λιαρούτσικα
(με καλή υγεία)
Φάρασ.
μαλακούτσικα
(απαλά)
Σατ.
ορθούτσικα
(ίσια)
Φλογ., Αξ.
χερούτσικα
(απαλά)
Μισθ.
Πβ.
-ίτσικα :1
2. Με επιτατική σημ.
Αξ., Φλογ.
:
'δαρούτσικα
(τώρα δα)
Φλογ.
καλούτσικα
(πολύ καλά)
Μαλακ., Αξ., Ανακ.
Πβ.
-ίτσικα :2
Τροποποιήθηκε: 03/07/2025