ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-ούτσικα (επίθμ.) -ούτσικα [-ˈutsika] Ανακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ. -ούτσ̑ικα [-ˈutʃika] Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ. -ούτζικα [-ˈudzika] Φάρασ. -ούσ̑κα [-ˈuʃka] Αξ. Μεσν. επίθμ. -ούτσικα, από μορφολογική επανανάλυση επιρρ. σε -ούτσικα που σχηματίστηκαν με την προσθήκη του επιθμ. σε θ. επιθ. -ούτσικ-, π.χ. καλούτσικα < καλούτσικος. Το -ούσ̑κα με αποβολή του άτονου [i] και απλοποίηση του συμφων. συμπλέγματος.
1. Μετεπιρρ. επίθμ. για τον σχηματ. επιρρ. με σημ. παρόμοια με αυτή της πρωτότυπης λέξης ό.π.τ. : αραβούτζικα (ακριβώς έτσι) Φάρασ. αψούτσικα (γρήγορα) Φάρασ., Σινασσ., Σίλ., Φλογ., Ανακ., Τσαρικ. ερκεντούτσικα (νωρίς) Φλογ., Αξ. Συνών. -ίτσικα
2. Με επιτατική σημ. Αξ., Φλογ. : 'δαρούτσικα (τώρα δα) Φλογ. Συνών. -ίτσικα