ουτζουζλαντώ
(ρ.)
ουτζουζλαdώ
[udzuzlaˈdo]
Σίλ.
οτζουζλαdώ
[odzuzlaˈdo]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. ucuzlamak = φθηναίνω.
Φθηναίνω
:
Ουντζουζλαdούσι τα νεμέτσ̑α
(Φτηναίνουν τα πράματα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6