ουτζουζλαντώ
(ρ.)
ουτζουζλαdώ
[udzuzlaˈdo]
Σίλ.
οτζουζλαdώ
[odzuzlaˈdo]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. ucuzlamak = φθηναίνω.
Τροποποιήθηκε: 27/07/2025