ούστατζης
(ουσ. αρσ.)
ούσταdζης
[ˈustatzis]
Τσαρικ.
Από το τουρκ. usta işçi = επιδέξιος εργάτης. Εναλλακτικά, από το ουσ. ουστάς με επίδρ. άλλων επαγγελματικών ουσ. σε -τζής.
Μάστορας