ουσκούρι
(ουσ. ουδ.)
ουσ̑κούρι
[uˈʃkuri]
Ανακ.
ουσκούρ'
[usˈkur]
Ουλαγ.
ουσκιούρ'
[usˈcur]
Μισθ.
ουσ̑qούρ'
[uˈʃqur]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. uçkur = α) η ζώνη που συγκρατεί το σαλβάρι β) ερωτικό συναίσθημα ή ερωτική σχέση, όπου και διαλεκτ. τύπ. uşkur.
1. Βρακοζώνη
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Θεγός έλ’σεν τα ουσ̑κούρια τ’ και δε μπορεί να τα μαζέψ’
(Ο Θεός έλυσε τα βρακοζώνια του και δεν μπορεί να τα μαζέψει˙ Βρέχει πάρα πολύ)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
βρακοζώνι
2. Ερωτική υπόθεση
Φλογ.
:
Είπε λία ουσ̑qούρ qαμπασι̂́ρια
(Είπε λίγα χοντροκομμένα τραγούδια για ερωτικές υποθέσεις)
Φλογ.
-Dawk.