ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουσκούρι (ουσ. ουδ.) ουσ̑κούρι [uˈʃkuri] Ανακ. ουσκούρ' [usˈkur] Ουλαγ. ουσκιούρ' [usˈcur] Μισθ. ουσ̑qούρ' [uˈʃqur] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. uçkur = α) η ζώνη που συγκρατεί το σαλβάρι β) ερωτικό συναίσθημα ή ερωτική σχέση, όπου και διαλεκτ. τύπ. uşkur.
1. Βρακοζώνη ό.π.τ. : || Φρ. Θεγός έλ’σεν τα ουσ̑κούρια τ’ και δε μπορεί να τα μαζέψ’ (Ο Θεός έλυσε τα βρακοζώνια του και δεν μπορεί να τα μαζέψει˙ Βρέχει πάρα πολύ) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. βρακοζώνι
2. Ερωτική υπόθεση Φλογ. : Είπε λία ουσ̑qούρ qαμπασι̂́ρια (Είπε λίγα χοντροκομμένα τραγούδια για ερωτικές υποθέσεις) Φλογ. -Dawk.