ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ούρμπα (ουσ. ουδ.) ούρμπα ['urba] Μισθ. ουρουπάς [uruˈpas] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. ruba= ρούχα, όπου και διαλεκτ. τύπ. urba και uruba (< ιταλ. roba).
1. Aνδρική γιορτινή φορεσιά ό.π.τ. : Πήριν τσαίνουργιου ούρμπα (Πήρε καινούργια φορεσιά) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Koστούμι ό.π.τ. : Τσείδι τσαίνουργιου ντου ούρμπα μ' (Είναι καινούργιο το κοστούμι μου) Μισθ. -Κοτσαν.