ούρμπα
(ουσ. ουδ.)
ούρμπα
['urba]
Μισθ.
ουρουπάς
[uruˈpas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. ruba= ρούχα, όπου και διαλεκτ. τύπ. urba και uruba (< ιταλ. roba).
1. Aνδρική γιορτινή φορεσιά
ό.π.τ.
:
Πήριν τσαίνουργιου ούρμπα
(Πήρε καινούργια φορεσιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Koστούμι
ό.π.τ.
:
Τσείδι τσαίνουργιου ντου ούρμπα μ'
(Είναι καινούργιο το κοστούμι μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.