ουργάνι
(ουσ. ουδ.)
ουργάνι
[urˈɣani]
Σίλ.
οργάν'
[orˈɣan]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. urgan = τριχιά, όπου και παλ. τύπ. örgen (Nişanyan 2002- 2020, λ. urgan) και διαλεκτ. τύπ. urğan.
Σχοινί, τριχιά
ό.π.τ.
:
Τ’ ουργάνι κόπ’κι
(Η τριχιά κόπηκε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6