ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ράμμα (ουσ. ουδ.) ράμμα [ˈrama] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ. Από το αρχ. ουσ. ῥάμμα = νήμα.
1. Κλωστή, νήμα Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ., Φερτάκ. : Ψελό ράμμα (Ψιλή κλωστή) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 403 Ράμμα κόπ'κι (κόπηκε η κλωστή) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ταυρώ ντου ράμμα (Τραβώ την κλωστή) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τα τιτίνια φέρισ̑καμ’ ’ς το σπίτ’, δένισ̑καμ’ τα, βολόνιζαμ’ τα, το τιτίν’, χέκισ̑καμ’ τα ’ς ένα ράμμα, κρέμαζαμ’ τα, ξέρωναν (Τα φύλλα του καπνού τα φέρναμε στο σπίτι, τα δέναμε, τα τρυπούσαμε με βελόνα, τα περνούσαμε σε μια κλωστή, τα κρεμούσαμε, αποξηραίνονταν) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. νήμα, κλωστή
2. Σχοινί Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ. : Ασ' τ' άλλο το μέρα έπιασε, πήρε το γαϊdούρ', ένα αναdζ̑άχ κι ένα κενdίρ ράμμα (από την άλλη μέρα έπιασε, πήρε το γαϊδούρι, ένα τσεκούρι και ένα σχοινί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Φέρ' ντου ράμμα να ντήσουμ' ντου πράμα (Φέρε το σχοινί να δέσουμε το ζώο) Μισθ. -Κοτσαν. Καλά, εσ̑ύ άμε 'ς τα μπρο κι αζ ντέσω τ' τσ̑αρουγιού μ' το ράμμα, λύχεν (καλά, εσύ πήγαινε μπροστά να δέσω του τσαρουχιού μου το σχοινί, λύθηκε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κουνdούν ράμματα, ταυρούν, βγαλλίσ̑κουν το (Ρίχνουν σκοινιά, τραβούν, το βγάζουν) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Δου μα̈́ταρα, χέκιξαν ντου σα πλεφρόϊα απέσ', κρέμαναν μι δου ράμμα (Το παγούρι το έβαζαν μέσα στο πηγάδι, το κρέμαγαν με το σκοινί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Το πλεφρό κειόουν τόσο ντερέκ που για να κατέβουν 'ντετσ̑ού κάτ' κρέισκαν ντώεκα φορτώματα ράμμα (Το πηγάδι ήταν τόσο βαθύ που για να κατέβουν εκεί κάτω χρειάζονταν δώδεκα φορτιά σχοινί) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ || Παροιμ. Με το σον το ράμμα στο πλεφρό ντε καταβαίνεται (Με το δικό σου το σχοινί στο πηγάδι δεν μπορεί να κατεβεί κανένας˙ κανείς δεν μπορεί να σε εμπιστευτεί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ερυό τζαμbάζ̑ια σ' ένα ράμμα απάνω ντε παίζουν (Δύο σχοινοβάτες σε ένα σχοινί δε χορεύουν˙ από δύο έξυπνους ο ένας δεν μπορεί να ξεγελάσει τον άλλον) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σου Βαρασ̑ού το ράμμα μη κρέμεσαι (Στου Βαρασού το σχοινί μην κρέμεσαι˙ μη στηρίζεσαι σε φαρασιώτικες υποσχέσεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ζ' ναίκας σο ράμμα μη κρεμϊέσαι· 'α σε πνίξει (στης γυναίκας το σχοινί μην κρέμεσαι· θα σε πνίξει˙ να μην πιστεύεις ούτε να δένεσαι στη γυναίκα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ουργάνι
3. Παιδικό παιχνίδι όπου ένας παίκτης με δεμένα μάτια κρατούσε την άκρη σχοινιού δεμένου σε παλούκι και προσπαθούσε να πιάσει τους άλλους Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 09/09/2025