ράμμα
(ουσ. ουδ.)
ράμμα
[ˈrama]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. ῥάμμα = νήμα.
2. Σχοινί
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ.
:
Ασ' τ' άλλο το μέρα έπιασε, πήρε το γαϊdούρ', ένα αναdζ̑άχ κι ένα κενdίρ ράμμα
(από την άλλη μέρα έπιασε, πήρε το γαϊδούρι, ένα τσεκούρι και ένα σχοινί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Φέρ' ντου ράμμα να ντήσουμ' ντου πράμα
(Φέρε το σχοινί να δέσουμε το ζώο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Καλά, εσ̑ύ άμε 'ς τα μπρο κι αζ ντέσω τ' τσ̑αρουγιού μ' το ράμμα, λύχεν
(καλά, εσύ πήγαινε μπροστά να δέσω του τσαρουχιού μου το σχοινί, λύθηκε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κουνdούν ράμματα, ταυρούν, βγαλλίσ̑κουν το
(Ρίχνουν σκοινιά, τραβούν, το βγάζουν)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Δου μα̈́ταρα, χέκιξαν ντου σα πλεφρόϊα απέσ', κρέμαναν μι δου ράμμα
(Το παγούρι το έβαζαν μέσα στο πηγάδι, το κρέμαγαν με το σκοινί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Το πλεφρό κειόουν τόσο ντερέκ που για να κατέβουν 'ντετσ̑ού κάτ' κρέισκαν ντώεκα φορτώματα ράμμα
(Το πηγάδι ήταν τόσο βαθύ που για να κατέβουν εκεί κάτω χρειάζονταν δώδεκα φορτιά σχοινί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
|| Παροιμ.
Με το σον το ράμμα στο πλεφρό ντε καταβαίνεται
(Με το δικό σου το σχοινί στο πηγάδι δεν μπορεί να κατεβεί κανένας˙ κανείς δεν μπορεί να σε εμπιστευτεί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ερυό τζαμbάζ̑ια σ' ένα ράμμα απάνω ντε παίζουν
(Δύο σχοινοβάτες σε ένα σχοινί δε χορεύουν˙ από δύο έξυπνους ο ένας δεν μπορεί να ξεγελάσει τον άλλον)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σου Βαρασ̑ού το ράμμα μη κρέμεσαι
(Στου Βαρασού το σχοινί μην κρέμεσαι˙ μη στηρίζεσαι σε φαρασιώτικες υποσχέσεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ζ' ναίκας σο ράμμα μη κρεμϊέσαι· 'α σε πνίξει
(στης γυναίκας το σχοινί μην κρέμεσαι· θα σε πνίξει˙ να μην πιστεύεις ούτε να δένεσαι στη γυναίκα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Παιδικό παιχνίδι όπου ένας παίκτης με δεμένα μάτια κρατούσε την άκρη σχοινιού δεμένου σε παλούκι και προσπαθούσε να πιάσει τους άλλους
Μισθ.