ράφι
(ουσ. ουδ.)
ράφ'
[raf]
Ανακ., Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Τελμ.
ιράφ'
[iʹraf]
Φλογ.
ιράφι
[iˈrafi]
Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ.
Θηλ.
ράφη
[ˈrafi]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. raf = ράφι, όπου και διαλεκτ. τύπ. iraf.
Ράφι
ό.π.τ.