ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ράφι (ουσ. ουδ.) ράφ' [raf] Ανακ., Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Τελμ. ιράφ' [iʹraf] Φλογ. ιράφι [iˈrafi] Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ. Θηλ. ράφη [ˈrafi] Μαλακ., Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. raf = ράφι, όπου και διαλεκτ. τύπ. iraf.
Ράφι ό.π.τ.