ράφτημα
(ουσ. ουδ.)
ράφτημα
[ˈraftima]
Ουλαγ.
Από το ρ. ράφτω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ράψιμο
Ουλαγ.
:
Φορτσ̑εσγιoύ ντο ράφτημα
(Των ρούχων το ράψιμο)
Ουλαγ.
-Κεσ.