ράψιμο
(ουσ. ουδ.)
ράψιμο
[ˈrapsimo]
Γούρδ., Μαλακ.
ράψ̆ιμο
[ˈrapʃimo]
Αξ.
Γεν. Εν.
ραψ̆ιμάτ
[rapʃiˈmat]
Αξ.
ράψιμου
[ˈrapsimu]
Μισθ.
ράψ̆ιμα
[ˈrapʃima]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. ράψιμον.
Ράψιμο
ό.π.τ.
:
Οπ' ράψ̆ιμάν ντου χωρίσ'κι
(Χώρισε από το ράψιμό του, ξηλώθηκε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Φορτσιάς ντου ράψιμου
(το ράψιμο των ρούχων)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πβ.
ράφτημα