ράψιμο
(ουσ. ουδ.)
ράψιμο
[ˈrapsimo]
Γούρδ., Μαλακ.
ράψ̑ιμο
[ˈrapʃimo]
Αξ.
ράψιμου
[ˈrapsimu]
Μισθ.
ράψ̆ιμαν
[ˈrapʃiman]
Σίλ.
Γεν.
ραψ̆ιμάτ'
[rapʃiˈmat]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. ράψιμον.
Ράψιμο
ό.π.τ.
:
Οπ' ράψ̑ιμάν ντου χωρίσ'κι
(Χώρισε από το ράψιμό του, ξηλώθηκε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Φορτσιάς ντου ράψιμου
(το ράψιμο των ρούχων)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
πλουμί :3, ράφτημα, Αντίθ
σοκτιέσιμα
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024