ρεντελεντώ
(ρ.)
ρενdελεdώ
[rendeleˈdo]
Σίλ.
ρενdελεΐζου
[rendeleˈizu]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. rendelemek = α) πλανίζω, ροκανίζω β) τρίβω γ) ξυρίζω.