ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρεντελεντώ (ρ.) ρενdελεdώ [rendeleˈdo] Σίλ. ρενdελεΐζου [rendeleˈizu] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. rendelemek = α) πλανίζω, ροκανίζω β) τρίβω γ) ξυρίζω.
1. Πλανίζω : Ρενdελεdώ του ξύλου (Πλανίζω το ξύλο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. γιοντώ
2. Tρίβω τυρί : Σε ρενdελεΐσ’ τζ̑υρί (Θα τρίψω τυρί) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. ξουρίζω
Τροποποιήθηκε: 01/10/2024