ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρίγος (ουσ. ουδ.) ρί'ος [ˈrios] Φάρασ. ρίο [ˈrio] Φάρασ. ρίγιο [ˈriʝo] Φάρασ. Αρσ. ρίγους o [riɣus] Μισθ. Από το αρχ. ουσ. ῥῖγος, με συνήθη μεταπλ. κατά τα ουδ. σε -ο. Ο τύπ. ρίο με αποβολή του μεσοφωνηεντ. [ɣ].
1. Πυρετός ό.π.τ. : Πήρι μι ρίγους (Με έπιασε ρίγος) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Σαμού δεβή το ρίο μου, 'α σε φέρω 'α λαχτορόκκο (Όταν μου περάσει ο πυρετός, θα σου φέρω ένα κοκκοράκι· τάμα προς άγιο) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Τα κανάρε φερείνκαν πολύ ρί'ος (Τα κουνούπια έφερναν πολύ πυρετό) Φάρασ. -Ζουρνατζ. Πιέκεν ντα το ρίο τα φύα τσαι ξειάνκαν (Τα έπιανε το ρίγος τα φύλλα και έπεφταν) Φάρασ. -Κελεκ. || Παροιμ. Το ρίο χέτς τζ̑ο πι-έσε σε; (η θέρμη καθόλου δε σ' έπιασε;˙ το έλεγαν στα αστεία σε όποιον φώναζε ή έδειχνε τη δύναμή του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Ονομασία του μηνός Νοεμβρίου Φάρασ.