ριζί
(ουσ. ουδ.)
ριζί
[riˈzi]
Μαλακ.
Από το αρχ. ουσ. ῥιζίον = α) μικρή ρίζα β) μεταγν., ερυθρόδανο
Το φυτό ριζάρι, το ερυθρόδανο