ρίφι
(ουσ. ουδ.)
ερίφι
[eˈrifi]
Ποτάμ.
ρίφι
[ˈrifi]
Αφσάρ., Φάρασ.
ρίφ'
[rif]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσαρικ., Φλογ.
Από το μεταγν. ουσ. ἐρίφιον, μεσν. ἐρίφιν. Ο τύπ. ρίφι επίσης μεσν., με αποβολή του αρκτ. άτονου φων.
Κατσίκι
ό.π.τ.
:
Έχου ντιτσεννιά ρίφια
(Έχω 19 κατσίκια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ήτουνι ανdί μέγα γίδι, ανdί ρίφι
(Ήτανε σα μεγάλο γίδι, σαν ερίφιο)
Φάρασ.
-VLACH
Ντα ρίφια τσ̑αχτήχαν
(Τα κατσικάκια κουτουλήθηκαν)
Μισθ.
-Φατ.
Κοφτίνκαμ' λαχτόρε τζ̑αι πρόβατα, ίδε, ρίφε, τζ̑αι οι Τούρτσ̑οι φερίνκαν γορπάνε, φσακνίκαν ντα
(Σφάζαμε κοκκόρια και πρόβατα, γίδια, κατσικάκια, και οι Τούρκοι έφερναν σφάγια, τα έσφαζαν)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Του Κούτσουρου το κ'θάρι, του Μάρτη το ρίφι
(Του Φλεβάρη το κριθάρι, του Μάρτη το κατσίκι˙ Τον Φεβρουάριο θα φανεί αν θα πάει καλά η σοδιά των σιτηρών, και τον Μάη τα γιδοπρόβατα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γίδι, κετσί, τσικίτσι