ρέχιν
(ουσ. ουδ.)
ρέχιν
[ˈreçin]
Φλογ.
ρέχιμ
[ˈreçim]
Μαλακ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. rehin (<αραβ. rehn) = ενέχυρο, εγγύηση.