ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρίζα (ουσ. θηλ.) ρίζα [ˈriza] Ανακ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Κίσκ., Μισθ., Σίλ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ. τρίζα ['triza] Μισθ. Ουδ. τηρίζα [tiˈriza] Ουλαγ. Θηλ. τηρίζα [tiˈriza] Αξ. Γεν. Εν. τηρίζας [tiˈrizas] Αξ. Πληθ. Ουδ. τηρίζες [tiˈrizes] Αξ. Από το αρχ. ουσ. ῥίζα. Οι τύπ. τρίζα και τηρίζα λόγω συνεκφ. με το άρθρα το και τη αντίστοιχα. Για ανάλογες δομές, πβ. τ’ράχι, τ’ράζα, τ’ρούχου (βλ. λ. ράχη, ουρά, ρούχο).
1. Ρίζα φυτών ή δέντρων ό.π.τ. : Πολύ τσ̑η ρίζα τα έκουψι (τα έκοψε σύρριζα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Kόψι δου απ΄τρίζατ΄τσι σ̑έρι δου (κόβω από την ρίζα και πέταξέ το) Μισθ. -Κοτσαν. Απ' το τηρίζα τ' κόψε πέτα το (από τη ρίζα του κόψε πέταξέ το) Ουλαγ. -Κεσ. Κάτσαν 'ζ γαβάχ̇ιού τηρίζα να ντιgνενdίσ̑νε (έκατσαν κάτω από τη ρίζα της λεύκας να ξεκουραστούν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'α μουώσω σου φκατανού τη ρίζα (Θα κρυφτώ στη ρίζα του πλατάνου) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Κουπώνουν ντα σου τσ̑ιτσ̑ακού τη ρίζα (Χύνουν (ενν. το νερό) στη ρίζα του φυτού) Τσουχούρ. -VLACH Αστραπή ΄κατεβαίν’ σου δεντρού ση ρίζα (Η αστραπή κατεβαίνει στη ρίζα του δέντρου) Ανακ. -Κωστ.Α. || Φρ. Οπ' τση ρίζα (Από τη ρίζα˙ Από την αρχή) -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Παροιμ. Το μήλο πού πέφτσ̑ει; - Γιαυτού τ' το ρίζα (το μήλο πού πέφτει; - Στη ρίζα του˙ το παιδί θα μοιάσει στους γονείς του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Σώσμα κρασιού ή λαδιού Αξ.
3. Καταγωγή Μισθ.
4. Ρίζα δοντιών Μισθ.
5. Πρόποδες βουνού Αφσάρ., Μισθ., Σίλ. : ΄Ντου χωριό της τσ̑όδουν ’ς βουνιού τρίζα (το χωριό της ήταν στην άκρη του βουνού) Μισθ. -Κοτσαν. Βουνιού τσ̑η ρίζα έσ̑καμι τα τσαdίρια μας (Στη ρίζα του βουνού είχαμε τα τσαντίρια μας) Σίλ. -Ταλιανίδ.Ερωτημ.
6. Βάση αντικειμένου Αξ., Μισθ. : Κάτσε 'ς τοιχιού τηρίζα (κάτσε στου τοίχου τη βάση) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντου βιλλί λαχτήχ̇η τσαχ τη ρίζα τ', ναίκα γ̇υλτσ̑άσε πολύ (Το πέος χώθηκε μέσα ως τη ρίζα του, η γυναίκα γλυκάθηκε πολύ) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887
7. Άκρη : || Ασμ. Έχτισα τη φωλίdζα μου σου χωραφιού τα ρίζα.
Ήρτε του χωραφιού καιρός, να πάρουν το χωράφι,
χάλασαν τη φωλίdζα μου, ξεβόλ'σαν τα πουλιά μου
(Έφτιαξα την φωλιά μου στην άκρη του χωραφιού.
Ήρθε η ώρα του χωραφιού, να θερίσουν το χωράφι.
Χάλασαν την φωλιά μου, ξεβόλεψαν τα πουλιά μου )
Σινασσ. -Lag.