κόκι
(ουσ. ουδ.)
κ͑όκι
[ˈkʰoci]
Σίλ.
κ͑όκ͑ι
[ˈkʰokʰi]
Φάρασ.
κόκ’
[kok]
Ανακ., Αραβ., Τροχ.
κότσ̑'
[kotʃ]
Τσαρικ.
κιο̈́κ'
[cøk]
Αξ., Σεμέντρ., Φάρασ.
Πληθ.
κόκια
[ˈkoca]
Ανακ.
Από το τουρκ. kök = ρίζα, όπου και διαλεκτ. τύπ. kok.
1. Ρίζα δέντρου
ό.π.τ.
:
Αγαdζ̑άς κ͑όκι
(Η ρίζα του δέντρου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Κιο̈́κ' μπογιά
(Βαφή της ρίζας˙ φυτική κόκκινη μπογιά, Πβ. τουρκ. <em>kök boya</em> = η ρίζα του φυτού Ρουβία η βαφική)
Αξ.
-Μαυροχ.
2. Μτφ., καταγωγή, ρίζα
Κίσκ., Τροχ.
:
Το πρώτο το κόκι μας ’σ’ τη Φάρασ̑α ένι
(Η αρχική μας ρίζα είναι από τα Φάρασα)
Κίσκ.
-ΚΜΣ-ΚΠ376
Μάνα μ’ και βα μ’ γερλούδια κοκ Τρο’ιώτ’ ήτανε
(Η μάνα μου και ο πατέρας μου ήτανε ντόπια ρίζα Τροχιώτες)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
3. Ρόζος
Σίλ.
:
’ρώ τ’ μπαστούνι έσ̑ει πολλά κ͑όκια
(Αυτό το μπαστούνι έχει πολλούς ρόζους)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6