ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κόκι (ουσ. ουδ.) κ͑όκι [ˈkʰoci] Σίλ. κ͑όκ͑ι [ˈkʰokʰi] Φάρασ. κόκ’ [kok] Ανακ., Αραβ., Τροχ. κότσ̑' [kotʃ] Τσαρικ. κιο̈́κ' [cøk] Αξ., Σεμέντρ., Φάρασ. Πληθ. κόκια [ˈkoca] Ανακ. Από το τουρκ. kök = ρίζα, όπου και διαλεκτ. τύπ. kok.
1. Ρίζα δέντρου ό.π.τ. : Αγαdζ̑άς κ͑όκι (Η ρίζα του δέντρου) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Κιο̈́κ' μπογιά (Βαφή της ρίζας˙ φυτική κόκκινη μπογιά, Πβ. τουρκ. <em>kök boya</em> = η ρίζα του φυτού Ρουβία η βαφική) Αξ. -Μαυροχ.
2. Μτφ., καταγωγή, ρίζα Κίσκ., Τροχ. : Το πρώτο το κόκι μας ’σ’ τη Φάρασ̑α ένι (Η αρχική μας ρίζα είναι από τα Φάρασα) Κίσκ. -ΚΜΣ-ΚΠ376 Μάνα μ’ και βα μ’ γερλούδια κοκ Τρο’ιώτ’ ήτανε (Η μάνα μου και ο πατέρας μου ήτανε ντόπια ρίζα Τροχιώτες) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.
3. Ρόζος Σίλ. : ’ρώ τ’ μπαστούνι έσ̑ει πολλά κ͑όκια (Αυτό το μπαστούνι έχει πολλούς ρόζους) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6