κοκολαΐζω
(ρ.)
κοκολαΐζω
[kokolaˈizo]
Αξ.
Από το τουρκ. ρ. gagalamak =α) ραμφίζω β) επιπλήττω κάποιον.
1. Για κότες, ραμφίζω
2. Μτφ., αποδιώχνω κάποιον