κολάγια
(επίρρ.)
γολάγια
[ɣο΄laʝa]
Σινασσ.
Από το επίθ. κολάι και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Εύκολα
:
Ασ' του Φωτεινής τα σ̑έρια κανείς γολάγια γολάγια δεν γλυτών'
(Από της Φωτεινής τα χέρια κανείς δεν γλυτώνει έτσι εύκολα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα