κόλλυβο
(ουσ. αρσ.)
κόλλυφου
[ˈkolifu]
Σίλ.
κόλλ'φου
[ˈkolfu]
Σίλ.
κόβλο
[ˈkovlo]
Αξ.
Πληθ.
κόλλυβα
[ˈkoliva]
Αφσάρ., Φάρασ.
κόλλ'βα
[ˈkolva]
Δίλ., Ποτάμ.
κόλλ'φα
[ˈkolfa]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ.
κόφλα
[ˈkofla]
Αραβαν., Γούρδ.
κόβλα
[ˈkovla]
Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ.
Μεταγν. ουσ. κόλλυβον. Ο τύπ. κόφλα με μετάθ. υγρού, και ο τύπ. κόβλα με ηχηροπ. Πβ. και το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kollva, kolva, ως δάνειο από τα ελλ. (Tietze 1955: λ. κόλλυβα).
Κόλλυβα
ό.π.τ.
:
Λουτρουϊάς κόλλ'φα
(Τα κόλλυβα του συλλείτουργου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Φτσ̑άιναμ' ένα πιάτο κόλλ'φα
(Φτιάχναμε ένα πιάτο κόλλυβα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μποίκιτ' κόλλ'φα
(Φτιάξατε κόλλυβα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ψήνουμ' ντου σ̑τάρ', σ̑άνουμ' ντου κόλλ'φα, απλώνουμ' ντα, ξερώνουν 'ς τουν όλιου
(Ψήνουμε το στάρι, το κάνουμε κόλλυβα, τ' απλώνουμε, ξεραίνονται στον ήλιο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ότις ρανά ομbρό του πρώτου ντου ντόνdζι, ψήν' κόλλ'φα, μοιράζ'
(Όποιος δει το πρώτο το δόντι (ενν. του παιδιού), ψήνει κόλλυβα, μοιράζει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ημείς ντα κόβλα απ’ το νεκκλησία ντέν ντα φέρομ’ πίσω, ντέν ντα μπαστι̂τούμ’ ντο σπίτι
(Εμείς τα κόλλυβα από την εκκλησία δεν τα φέρνουμε πίσω, δεν τα βάζουμε στο σπίτι)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τα Βάγια μέρα φαίνισκαν τα μικράν τα φσάχα και τελούταν στα σπίτια, σώροβανε κόλλ'φα και λέισκαν
(Την ημέρα των Βαίων έβγαιναν τα μικρά παιδιά και γύριζαν στα σπίτα, μάζευαν κόλλυβα και έλεγαν, ενν. τα κάλαντα)
Φλογ.
-Pernot.Gall.
|| Φρ.
Κολλυφού Ντομάδα
(Εβδομάδα του κόλλυβου˙ η εβδομάδα των Ψυχών)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Μο 'ς χώρας τα κόλλυβα μνημονεύει τιζ παθαμένοι
(Mε τα ξένα κόλλυβα μνημονεύει τους πεθαμένους˙ μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα· για γενναιόδωρους με ξένα λεφτά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Ασ' σο βρεχό τα σιτάρια έγιναν σα κόλλ’φα
(Από την βροχή τα σιτάρια έγιναν σα κόλλυβα)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
Συνών.
κανίσκι, τζαναζάς