ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κολτζής (ουσ. αρσ.) κολτζής [kol'dzis] Ανακ. qολτζ̑ής [qol'dzis] Φλογ. κολτσής [kol'tsis] Σινασσ. γολτζ̑ής [ɣolˈʤis] Αξ., Μισθ. γκολτζ̑ής [golˈʤis] Αξ., Μισθ. Πληθ. qολτζ̑ήδε [qol'dʒiðe] Φλογ. γολτζ̑ήδες [ɣolˈʤiðes] Τελμ. Νεότ. ουσ. κολτζής (για την σημ. 1· Mackridge 2021: 79), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kolcu = δασοφύλακας, φρουρός, όπου και διαλεκτ. τύπ. golcu.
1. Φύλακας Αξ. : || Φρ. Γολτζ̑ή νύχτας (Φύλακας της νύχτας˙ νυχτοφύλακας) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887
β. Ειδικότερα, φύλακας που επιτηρούσε τη συγκομιδή Ανακ., Φλογ. : Έριται ο qολτζής του ασ̑αρτζή, βουλών' τα χιοπέκια με βούλα ως σο να έρτ' αγάς (Έρχεται ο φύλακας του φοροεισπράκτορα, σφραγίζει τους σωρούς του σιταριού με ξύλινη σφραγίδα ώσπου να έρθει ο αγάς ) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811
2. Αστυνομικός δρόμου, μέλος αστυνομικής περιπόλου Μισθ., Τελμ., Φλογ. : Νύχτα qολτζ̑ήδε τράν'σανε πασ̑ά το μπαχτσ̑ά μέσα ήφτει ένα τσ̑ιρέκ (Την νύχτα οι αστυνομικοί που περιπολούσαν είδαν μέσα στου πασά τον κήπο έναν άνθρωπο να ανάβει μία λάμπα) Φλογ. -Dawk.
β. Κυνηγός λαθρεμπόρων καπνού Σινασσ.