κολτζής
(ουσ. αρσ.)
κολτζής
[kol'dzis]
Ανακ.
qολτζ̑ής
[qol'dzis]
Φλογ.
κολτσής
[kol'tsis]
Σινασσ.
γολτζ̑ής
[ɣolˈʤis]
Αξ., Μισθ.
γκολτζ̑ής
[golˈʤis]
Αξ., Μισθ.
Πληθ.
qολτζ̑ήδε
[qol'dʒiðe]
Φλογ.
γολτζ̑ήδες
[ɣolˈʤiðes]
Τελμ.
Νεότ. ουσ. κολτζής (για την σημ. 1· Mackridge 2021: 79), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kolcu = δασοφύλακας, φρουρός, όπου και διαλεκτ. τύπ. golcu.
1. Φύλακας
Αξ.
:
|| Φρ.
Γολτζ̑ή νύχτας
(Φύλακας της νύχτας˙ νυχτοφύλακας)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
β.
Ειδικότερα, φύλακας που επιτηρούσε τη συγκομιδή
Ανακ., Φλογ.
:
Έριται ο qολτζής του ασ̑αρτζή, βουλών' τα χιοπέκια με βούλα ως σο να έρτ' αγάς
(Έρχεται ο φύλακας του φοροεισπράκτορα, σφραγίζει τους σωρούς του σιταριού με ξύλινη σφραγίδα ώσπου να έρθει ο αγάς
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
2. Αστυνομικός δρόμου, μέλος αστυνομικής περιπόλου
Μισθ., Τελμ., Φλογ.
:
Νύχτα qολτζ̑ήδε τράν'σανε πασ̑ά το μπαχτσ̑ά μέσα ήφτει ένα τσ̑ιρέκ
(Την νύχτα οι αστυνομικοί που περιπολούσαν είδαν μέσα στου πασά τον κήπο έναν άνθρωπο να ανάβει μία λάμπα)
Φλογ.
-Dawk.
β.
Κυνηγός λαθρεμπόρων καπνού
Σινασσ.