κολτούκι
(ουσ. ουδ.)
κολτ͑ούκ'
[kolˈtʰuk]
Ανακ.
qολτούχ'
[qolˈtux]
Φλογ.
κουλτούκι
[kulˈtuci]
Σινασσ.
γολτούχ'
[ɣolˈtux]
Αραβαν., Μισθ.
γολτούχ̇ι
[ɣolˈtuxɯ]
Φάρασ.
γουλτ͑ούχ'
[ɣulˈtʰux]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. koltuk = μασχάλη, όπου και διαλεκτ. τύπ. koltuh και goltuh.
1. Mασχάλη
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
'ς ένα κουλτούκι δυό καρπούζια δεν χωρούν
(Δύο καρπούζια σε μιά μασχάλη δεν χωρούν˙ για όσους προσπαθούν να καταφέρουν παράλληλα δύο ή περισσότερα δύσκολα έργα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ερυό γαρπούζ̑α σ’ ένα γολτούχ' ντε χωρούν
(Δύο καρπούζια σε μιά μασχάλη δεν χωρούν˙ το ίδιο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
κόρφος, μασκάλη
3. Aγκαλιά
Φάρασ., Φλογ.
:
Ένα φσ̑άχ' σα κολτούχια
(Ένα μωρό στην αγκαλιά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
αγκάλι :1, κοτσάκι :1