ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κολτούκι (ουσ. ουδ.) κολτ͑ούκ' [kolˈtʰuk] Ανακ. qολτούχ' [qolˈtux] Φλογ. κουλτούκι [kulˈtuci] Σινασσ. γολτούχ' [ɣolˈtux] Αραβαν., Μισθ. γολτούχ̇ι [ɣolˈtuxɯ] Φάρασ. γουλτ͑ούχ' [ɣulˈtʰux] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. koltuk = μασχάλη, όπου και διαλεκτ. τύπ. koltuh και goltuh.
1. Mασχάλη ό.π.τ. : || Παροιμ. 'ς ένα κουλτούκι δυό καρπούζια δεν χωρούν (Δύο καρπούζια σε μιά μασχάλη δεν χωρούν˙ για όσους προσπαθούν να καταφέρουν παράλληλα δύο ή περισσότερα δύσκολα έργα) Σινασσ. -Αρχέλ. Ερυό γαρπούζ̑α σ’ ένα γολτούχ' ντε χωρούν (Δύο καρπούζια σε μιά μασχάλη δεν χωρούν˙ το ίδιο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. κόρφος, μασκάλη
2. Mανίκι Φάρασ. Συνών. μανίκι
3. Aγκαλιά Φάρασ., Φλογ. : Ένα φσ̑άχ' σα κολτούχια (Ένα μωρό στην αγκαλιά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. αγκάλι :1, κοτσάκι :1
4. Δεμάτι Φάρασ. Συνών. δέμα :1, δεμάτι :1, σαλάκα :1