μανίκι (I)
μανίκι
[maʹnici]
Σίλ., Σινασσ.
μανίκ'
[maˈnic]
Ανακ., Μαλακ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ.
μανίτσ̑ι
[maˈnitʃi ]
Φάρασ.
μανίτσ̑'
[maˈnitʃ]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. μανίκιον < λατιν. manicae.
1. Μανίκι
ό.π.τ.
:
Ντίπλου ντα μανίτσ̑α σ'
(Δίπλωσε τα μανίκια σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντούλιψαν, σήκουσαν ντα μανίτσ̑α απάν’
(Δούλεψαν, σήκωσαν τα μανίκια επάνω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πάλε έδακες το μανίκι σ’ και ήρτες; Πού είναι τα ματζάνες και τα χιγιάρια που ήτονε να φέρεις;
(Πάλι με άδεια χέρια ήρθες; Πού είναι οι μελιτζάνες και τα αγγούρια που ήταν να φέρεις;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Kάπας μανίκι
(Μανίκι κάπας˙ άνθρωπος χαμηλής αξίας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Δάκνω το μανίκι μ'
(Δαγκώνω το μανίκι μου˙ πηγαίνω κάπου με άδεια χέρια)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Οπ’ να φας τα μανίτσ̑α σ’
(Που να φάς τα μανίκια σου˙ αρά)
Μισθ.
-Μακρ.
|| Ασμ.
Μακριά έν’ τα μανίκια σου, μακριά και τα πόδια σου,
χτυπούν και τα κελίκια σου σου και γνώσκει μας ο Χάρος (Μακριά είναι τα μανίκια σου, μακριά και τα πόδια σου,
χτυπούν και τα παπούτσια σου, και μας παίρνει είδηση ο Χάρος) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. κολτούκι
χτυπούν και τα κελίκια σου σου και γνώσκει μας ο Χάρος (Μακριά είναι τα μανίκια σου, μακριά και τα πόδια σου,
χτυπούν και τα παπούτσια σου, και μας παίρνει είδηση ο Χάρος) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. κολτούκι