ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μανίκι (I) μανίκι [maʹnici] Σίλ., Σινασσ. μανίκ' [maˈnic] Ανακ., Μαλακ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ. μανίτσ̑ι [maˈnitʃi ] Φάρασ. μανίτσ̑' [maˈnitʃ] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. μανίκιον < λατιν. manicae.
1. Μανίκι ό.π.τ. : Ντίπλου ντα μανίτσ̑α σ' (Δίπλωσε τα μανίκια σου) Μισθ. -Κοτσαν. Ντούλιψαν, σήκουσαν ντα μανίτσ̑α απάν’ (Δούλεψαν, σήκωσαν τα μανίκια επάνω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πάλε έδακες το μανίκι σ’ και ήρτες; Πού είναι τα ματζάνες και τα χιγιάρια που ήτονε να φέρεις; (Πάλι με άδεια χέρια ήρθες; Πού είναι οι μελιτζάνες και τα αγγούρια που ήταν να φέρεις;) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. Kάπας μανίκι (Μανίκι κάπας˙ άνθρωπος χαμηλής αξίας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Δάκνω το μανίκι μ' (Δαγκώνω το μανίκι μου˙ πηγαίνω κάπου με άδεια χέρια) Σινασσ. -Τακαδόπ. Οπ’ να φας τα μανίτσ̑α σ’ (Που να φάς τα μανίκια σου˙ αρά) Μισθ. -Μακρ. || Ασμ. Μακριά έν’ τα μανίκια σου, μακριά και τα πόδια σου,
χτυπούν και τα κελίκια σου σου και γνώσκει μας ο Χάρος
(Μακριά είναι τα μανίκια σου, μακριά και τα πόδια σου,
χτυπούν και τα παπούτσια σου, και μας παίρνει είδηση ο Χάρος)
Τελμ. -Αινατζ.
Συνών. κολτούκι
2. Διάδρομος υπόγειου καταφυγίου Τελμ. Συνών. ξιβούνι, σοκάκι