ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μανταλακίζω (ρ.) μαdαλακίζου [madalaˈcizu] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. mandallamak = μανταλώνω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Για την παραγωγή ρ. σε -ίζω από τουρκ. ρ. στο ιδίωμα της Σίλλης βλ. Κωστάκης (1968: 85).
Μανταλώνω : Άμα σέλεις, μαdαλάκισέ τ’ ένα χαγιά (Αν θέλεις, κλείσε το με μιά πέτρα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. ζαντώνω, καρακώνω, μανταλώνω
Τροποποιήθηκε: 28/04/2025