μανταλακίζω
(ρ.)
μαdαλακίζου
[madalaˈcizu]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. mandallamak = μανταλώνω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Για την παραγωγή ρ. σε -ίζω από τουρκ. ρ. στο ιδίωμα της Σίλλης βλ. Κωστάκης (1968: 85).