ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μανουσάκι (ουσ. ουδ.) μανουσ̑άκι [manuˈʃaci] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. μανουσιάκων (γεν. πλ., LBG), το οπ. από αρμεν. մանուշակ [manušak] = βιολέτα. Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2007: 377-378).
Το ποώδες άνθος μανουσάκι, βιολέτα ή νάρκισσος. Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 20/05/2025