μανουσάκι
(ουσ. ουδ.)
μανουσ̑άκι
[manuˈʃaci]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. μανουσιάκων (γεν. πλ., LBG), το οπ. από αρμεν. մանուշակ [manušak] = βιολέτα (< περσ. *manafšak). Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2007: 377-378).
Το ποώδες άνθος μανουσάκι, βιολέτα ή νάρκισσος.
Φάρασ.