ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαντέμκι (σύνδ.) μαdέμκι [maˈdemci] Αραβαν., Σατ., Σίλ., Φάρασ. Από τον τουρκ. συνδ. mademki (madem + ki) = ενώ, εφόσον.
Εφόσον, αφού ό.π.τ. : Mαdέμκι τζ̑ο ουτιέμε, χ̇ίτα ραδέ να υπάμε να ντανισ̑ευτούμε (Εφόσον δεν συμφωνούμε, τρέχα λοιπόν να πάμε να συμβουλευτούμε κάποιον) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Μαdέμκι η μα του ένι το σον, τσ̑αι το μαχσούλι του ένι το σον (Αφού η μάνα του είναι δικιά σου, και το παιδί του είναι δικό σου) Φάρασ. -Παπαδ. Μαdέμκι τσά 'ν̑ι, να τραν̑ήσουμ' απάν' να ριούμ' τσ̑ις ει' (Αφού είναι έτσι, να κοιτάξουμε απάνω να δούμε ποιος είναι) Σίλ. -Dawk.JHS Μαdέμκι τζ̑ο λες με το 'ληθώτικο, του ραδέ 'α πάρω το γιο σου (Αφού δεν μου λες την αλήθεια, τότε λοιπόν θα πάρω τον γιο σου) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. αφόν, μαντέμκι