μαντέμκι
(σύνδ.)
μαdέμκι
[maˈdemci]
Αραβαν., Σατ., Σίλ., Φάρασ.
Από τον τουρκ. συνδ. mademki (madem + ki) = ενώ, εφόσον.
Εφόσον, αφού
ό.π.τ.
:
Mαdέμκι τζ̑ο ουτιέμε, χ̇ίτα ραδέ να υπάμε να ντανισ̑ευτούμε
(Εφόσον δεν συμφωνούμε, τρέχα λοιπόν να πάμε να συμβουλευτούμε κάποιον)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Μαdέμκι η μα του ένι το σον, τσ̑αι το μαχσούλι του ένι το σον
(Αφού η μάνα του είναι δικιά σου, και το παιδί του είναι δικό σου)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Μαdέμκι τσά 'ν̑ι, να τραν̑ήσουμ' απάν' να ριούμ' τσ̑ις ει'
(Αφού είναι έτσι, να κοιτάξουμε απάνω να δούμε ποιος είναι)
Σίλ.
-Dawk.JHS
Μαdέμκι τζ̑ο λες με το 'ληθώτικο, του ραδέ 'α πάρω το γιο σου
(Αφού δεν μου λες την αλήθεια, τότε λοιπόν θα πάρω τον γιο σου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
αφόν, μαντέμκι