ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαντί (ουσ. ουδ.) μανdι̂́ [manˈdɯ] Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Φλογ. μαντι̂́ς [manˈtɯs] Μισθ. μανdούζ [manˈduz] Μισθ. μανdούς̑ [manˈtuʃ] Μισθ. Αρσ. μαντής [manˈtis] Φάρασ. Πληθ. μαντι̂́δια [manˈtɯðʝa] Μαλακ., Σίλατ., Φλογ. μαντ͑ούδια [manˈthuðʝa] Φλογ. μανdούδια [manˈduðʝa] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. mantı, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. mantu (THADS, λ. mantu II).
Είδος ζυμαρικού γεμιστού με κιμά, μαντί ό.π.τ. : Μι d’ αλεύιρ σ̑άνουμ’ ντου ζ̑υμάρ’, ύστερα σο λερό βράζ’, κονώνουμ’ ντου απέσ’, σ̑άνουμ’ ντου μαντού (Με το αλεύρι φτιάχνουμε το ζυμάρι, ύστερα βράζει στο νερό, το αδειάζουμε μέσα, φτιάχνουμε το μαντί) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τόνα κόφτισ̑κεν μαντούδια, τόνα άνοιεν φύλλα (Η μία έκοβε ζύμη για μαντού, η άλλη άνοιγε φύλλο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Ντιλάτσ̑α να φάου μανdούζ (Λαχτάρησα να φάω μαντί) Μισθ. -Κοτσαν. Μποίκι μας ας φάμ’ μαντι̂́ς (Φτιάξε μας να φάμε μαντί) Μισθ. -Φατ. Μαντουιού φύλλα (Ειδικό ζυμάρι για το μαντί) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Mάνα μ' εκείνου σ̑άνει καλό μανdούς̑, γιομώνου τσ̑ι ου σκόρδου απέσ', Παναΐα μ'! (Η μάνα μου, εκείνη φτιάχνει καλό μαντί, γεμίζω και το το σκόρδο μέσα, Παναγία μου!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Να σας ειπώ ογώ ντου μανdούς̑ τιάλα νιιδι (Θα σας πω εγώ το μαντί πώς γίνεται) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Το μαντούζ τσόουν το πρώτο μας το γατι̂́χ (Το μαντί ήταν το καλύτερό μας φαγητό) Μισθ. -VLACH