ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαξούλι (ουσ. ουδ.) μαχσούλι [maxˈsuli] Φάρασ. μαχσούλ' [maxˈsul] Μαλακ. μαχτσούλι [maxˈtsuli] Φάρασ. μαξούλ' [maˈksul] Αξ. Nεότ. ουσ. μαξούλιν και μαχσούλι (Mackridge 2021: 81), τα οπ. από το τουρκ. ουσ. mahsul (< αραβ. maḥṣūl) = συγκομιδή.
1. Σοδειά, συγκομιδή ό.π.τ. : Δε φτένει μαχτσούλι το χώμα (Δεν φτιάχνει σοδειά το χώμα, είναι άγονο) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Του χτηνού το χώμα μαχτσούλι τζ̑ο δίνει (Το χώμα όπου βόσκουν οι αγελάδες δεν δίνει σοδειά) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Συνών. γέννημα, μπερεκέτι :2, σώρεμα :2
2. Το έτοιμο για συγκομιδή σπαρτό Αξ.