μαντήλι
(ουσ. ουδ.)
μανdήλι
[manˈdili]
Αραβαν., Φάρασ.
μανdήλ’
[manˈdil]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
μενdήλι
[menˈdili]
Ουλαγ., Τσουχούρ.
μενdήλ’
[menˈdil]
Ουλαγ., Τσουχούρ.
μαντζήλι
[manˈdzili]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. μαντήλι < μεταγν. μανδήλιον. Οι τύπ. με [e] πιθ. αντιδάν. μέσω του τουρκ. mendil.
1. Μαντήλι για ποικίλες χρήσεις
ό.π.τ.
:
Γκόν’τσε το μανdήλι σο πρόσωπο του
(Πέταξε το μαντήλι στο πρόσωπό του)
Φάρασ.
-Dawk.
Έκοψεν ντα ντα τζ̑ινgίλια, έσεκεν ντα ντο μενdήλι τ’, έφερεν ντα ντο σπίτι τ’
(Έκοψε τα τσαμπιά, τα έβαλε στο μαντήλι του, τα έφερε στο σπίτι του)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ασ' το σπουdή μ’ ζομπόλ'σα να γομώσω το μανdήλι μ’ ένα-ερυό μεϊβάρι
(Από την βιασύνη μου ξέχασα να γεμίσω το μαντήλι μου ένα δυό φρούτα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Η χαραή του τζ̑ο φαινέτουνι, ήτουν σ̑επασμένη μετ’ ε’ μεντήλ’
(Το πρόσωπο της δεν φαινόταν, ήταν σκεπασμένο με ένα μαντήλι)
Τσουχούρ.
-VLACH
Ογώ στη τσέπη μ' είχα ντου μανdήλ’
(Eγώ στην τσέπη μου είχα το μαντήλι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
γεμενί, γιαγλίκι, γιασμάκι, γιασμάς
β.
Ειδικότ., το τετράγωνο ύφασμα πάνω στο οποίο απλώνουν τα κομμάτια της πλασμένης ζύμης
Φλογ.
3. Κιλίμι υφασμένο σε όρθιο αργαλειό
Σίλ.
:
Ξέβα ’ζ’ ντούμα, γιούπλουσ’ τα μαντζήλια
(Ανέβα στο δώμα, άπλωσε τα στρωσίδια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.