ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαντήλι (ουσ. ουδ.) μανdήλι [manˈdili] Αραβαν., Φάρασ. μανdήλ’ [manˈdil] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. μενdήλι [menˈdili] Ουλαγ., Τσουχούρ. μενdήλ’ [menˈdil] Ουλαγ., Τσουχούρ. μαντζήλι [manˈdzili] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. μαντήλι < μεταγν. μανδήλιον. Οι τύπ. με [e] πιθ. αντιδάν. μέσω του τουρκ. mendil.
1. Μαντήλι για ποικίλες χρήσεις ό.π.τ. : Γκόν’τσε το μανdήλι σο πρόσωπο του (Πέταξε το μαντήλι στο πρόσωπό του) Φάρασ. -Dawk. Έκοψεν ντα ντα τζ̑ινgίλια, έσεκεν ντα ντο μενdήλι τ’, έφερεν ντα ντο σπίτι τ’ (Έκοψε τα τσαμπιά, τα έβαλε στο μαντήλι του, τα έφερε στο σπίτι του) Ουλαγ. -Κεσ. Ασ' το σπουdή μ’ ζομπόλ'σα να γομώσω το μανdήλι μ’ ένα-ερυό μεϊβάρι (Από την βιασύνη μου ξέχασα να γεμίσω το μαντήλι μου ένα δυό φρούτα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Η χαραή του τζ̑ο φαινέτουνι, ήτουν σ̑επασμένη μετ’ ε’ μεντήλ’ (Το πρόσωπο της δεν φαινόταν, ήταν σκεπασμένο με ένα μαντήλι) Τσουχούρ. -VLACH Ογώ στη τσέπη μ' είχα ντου μανdήλ’ (Eγώ στην τσέπη μου είχα το μαντήλι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γεμενί, γιαγλίκι, γιασμάκι, γιασμάς
2. Μεγάλο τραπεζομάντηλο Ανακ. Πβ. σουφραλτί :2
β. Ειδικότ., το τετράγωνο ύφασμα πάνω στο οποίο απλώνουν τα κομμάτια της πλασμένης ζύμης Φλογ.
3. Κιλίμι υφασμένο σε όρθιο αργαλειό Σίλ. : Ξέβα ’ζ’ ντούμα, γιούπλουσ’ τα μαντζήλια (Ανέβα στο δώμα, άπλωσε τα στρωσίδια) Σίλ. -Κωστ.Σ.