μαπούσχανες
(ουσ. αρσ.)
μαπούσχανες
[maˈpusxanes]
Σατ.
μαπούσχανα
[maˈpusxana]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. ουσ. mahpushane = φυλακή, όπου και διαλεκτ. τύπ. mapushane και mapushana.