ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαντραγάλι (ουσ. ουδ.) μαντραγάλι [madraˈɣali] Φάρασ. Πληθ. μαντραγάλια [madraˈɣaʎa] Φάρασ. μαντραγάλα̈ [madraˈɣalæ] Φάρασ. μαντραγάλε [madraˈɣale] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. mardavul, mardavıl και mardağıl = α) άγουρο φρούτο β) είδος μικρόρρωγου αγριοστάφυλου (THADS, λ. mardavıl, mardavul, mardağıl).
Αγουρίδα : 'σ' τὄιναν τη μερα̈́ νά 'σ̑ει μαντραγάλα̈ τζαι 'σ' τε τ' άου φτασμένα σταφύλα̈ (Από την μία μεριά να έχει αγουρίδες και από την άλλη ώριμα σταφύλια, ενν. η κληματαριά) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Ο παππούκας τρώ’ μαντραγάλε, τ' άγγόνι του μουδι-έ (Ο παππούς τρώει αγουρίδες, το εγγόνι του μουδιάζει˙ αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα. Πβ. ΠΔ <em>Ἱερεμ. </em>38.29 "Οι πατέρες ἔφαγον ὄμφακα καὶ οἱ ὀδόντες τῶν τέκνων ᾑμωδίασαν») Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αγουρίδα, κορούκ