μανταλώνω
(ρ.)
μανdαλώνω
[mandaˈlono]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
Προστ.
μανdάλω
[manˈdalo]
Τζαλ.
Παθ.
μανdαλούμαι
[mandaˈlume]
Σινασσ.
Μτχ.
μανdαλωμένο
[mandaloˈmeno]
Τελμ.
Νεότ. ρ. μανταλώνω, το οπ. από μεσν. ρ. μανδαλόω-ῶ (πβ. Ἡσύχ. Τ 1630 «τυλαρώσας· μανδαλώσας»).
1. Μανταλώνω, κλείνω με σύρτη
ό.π.τ.
:
Η θύρα αντἰ ν' ανοίξει μανdαλούτον κι άλλο
(Η πόρτα αντί να ανοίξει μανταλωνόταν κι άλλο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τσ̑ανdώτ' μανdαλώτ' τα θύρια
(Κλειδώστε, μανταλώστε τις πόρτες)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Μανdάλ'σαν τα χύρες τουν και πήγαν
(Μαντάλωσαν τις πόρτες τους και πήγαν)
Αραβαν.
-Φωστ.
Tό 'κλεισε και μαντάλωσε και πήρε τ' αναχτήρια
(Το έκλεισε και το κλείδωσε και πήρε τα κλειδιά)
Τελμ.
-Αινατζ.
|| Παροιμ.
Μανdαλώνω και σωρώνω και κοιμούμ' αβράκωτη
(Μανταλώνω και κλειδώνω και κοιμάμαι ξεβράκωτη˙ αν έχω λάβει τις δέουσες προφυλάξεις, μπορώ ξένοιαστα να κάνω ό,τι θέλω)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Μανdάλω και τα θύρια σου, πάρε και τα κλειδιά του
Πάρε και με ‘ντάμα σου, πάρε και με μαζί σου (Μαντάλωσε και τις πόρτες σου, πάρε και τα κλειδιά τους
Πάρε και με ‘ντάμα σου, πάρε και με μαζί σου) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ325 Συνών. ζαντώνω, καρακώνω, μανταλακίζω
Πάρε και με ‘ντάμα σου, πάρε και με μαζί σου (Μαντάλωσε και τις πόρτες σου, πάρε και τα κλειδιά τους
Πάρε και με ‘ντάμα σου, πάρε και με μαζί σου) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ325 Συνών. ζαντώνω, καρακώνω, μανταλακίζω
2. Μεσοπαθ., κλείνομαι μέσα
Αραβαν.
:
Μανdαλώνεται σο σπίτσ̑ι τ' κι ασ' το ναμούσι τ' όξω ντε βγαίν'
(Κλειδαμπαρώνεται στο σπίτι της και από τη ντροπή της δεν βγαίνει έξω)
Αραβαν.
-Φωστ.